τελεύω

τελεύω
Ν [τέλος]
1. τελειώνω, αποπερατώνω κάτι («τέλεψα νωρίς τις δουλειές μου»)
2. (αμτβ.) α) τελειώνω, σώνομαι, εξαντλούμαι («μάς τέλεψαν τα χρήματα»)
β) μτφ. πεθαίνω («τέλεψε από τα βάσανα και τις ταλαιπωρίες»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τελεύω — τελεύω, τέλεψα βλ. πίν. 17 Σημειώσεις: τελεύω : ως συνώνυμο του τελειώνω απαντάται κυρίως στη λογοτεχνική γλώσσα …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • τελεύω — τέλεψα, τελεμένος 1. μτβ.,τελειώνω κάτι: Τελεύω το γράψιμο. 2. αμτβ., εξαντλούμαι, σώνομαι, πεθαίνω: Τέλεψαν τα λεφτά. – Τέλεψε από την αρρώστια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξετελεύω — (στον Ερωτόκρ.) ξετελειώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + τελεύω] …   Dictionary of Greek

  • προστελεύω — και προφτελεύω Ν διαρκώ, διατηρούμαι («δεν τού προστελεύει τίποτε»). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + τελεύω «τελειώνω σώνομαι» και ως μεταβατικό «εξαντλώ»] …   Dictionary of Greek

  • συντελεύω — Ν 1. αποτελειώνω 2. (ειδικά) καταστρέφω, χαλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τελεύω «τελειώνω» (< τέλος)) …   Dictionary of Greek

  • τελευτή — η, ΝΜΑ 1. τέλος, έσχατο σημείο, τέρμα, άκρο 2. (με ή χωρίς γεν. τού βίου ή τής ζωής) το τέλος τού βίου, ο θάνατος, ιδίως ο φυσικός (α. «η τελευτή τού βίου του» β. «παρὰ τοῡ ὑπηρετοῡντος μοναχοῡ ἔμαθε τὴν τελευτὴν αὐτοῡ», Μηναί. γ. «τελευτὴν… …   Dictionary of Greek

  • τελευτώ — τελευτῶ, άω, ΝΜΑ [τελευτή] 1. (αμτβ.) α) φθάνω στο τέλος, τελειώνω, λήγω, καταλήγω β) πεθαίνω (α. «προτού τελευτήσει τον βίο της» β. «τελευτήσαντος δὲ τοῡ Γέροντος, ἦλθε... τὴν συνήθη εὐχὴν ἀποδώσων», Μηναί. γ. «ἐπεὶ δὲ ἐτελεύτησε Δαρεῑος», Ξεν.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”